διακυβεύω — διακυβεύω, διακύβευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διακυβεύω — (Α διακυβεύω και διακυβῶ, άω) [κυβεύω] 1. παίζω κύβους, ζάρια 2. διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω … Dictionary of Greek
διακυβεύω — διακύβευσα, διακυβεύτηκα, διακινδυνεύω, επιτρέπω σε κάτι επικίνδυνο να συμβεί ή να εξελιχθεί χωρίς να παρέμβω: Οι πράξεις της διακυβεύουν την αξιοπρεπή φήμη της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακυβεύουσιν — διακυβεύω play at dice pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διακυβεύω play at dice pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) διακυβεύω play at dice pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διακυβεύω play at… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακυβεῦσαι — διακυβεύω play at dice aor inf act διακυβεύω play at dice aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακυβεύειν — διακυβεύω play at dice pres inf act (attic epic) διακυβεύω play at dice pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακυβεύονται — διακυβεύω play at dice pres ind mp 3rd pl διακυβεύω play at dice pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακυβεύοντες — διακυβεύω play at dice pres part act masc nom/voc pl διακυβεύω play at dice pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακυβεύσαντας — διακυβεύω play at dice aor part act masc acc pl διακυβεύω play at dice aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακυβεύσων — διακυβεύω play at dice fut part act masc nom sg διακυβεύω play at dice fut part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)